γεννητήρ

γεννητήρ
ο (Α) [γεννώ]
ο γεννητής*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεννητῆρα — γεννητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήτειρα — γεννήτειρα, η (Α) (θηλ. τού γεννητήρ) η γενέτειρα* …   Dictionary of Greek

  • γεννητούρια — τα 1. γέννα, τοκετός 2. τα γενέθλια 3. ο τόπος τής γέννησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γεννητήρια, πληθ. ουδ. τού επιθ. *γεννητήριος (< γεννητήρ*), με επίδραση τής κατάλ. ούρια κατ άλλους, γεννητούρια < επίθ. γεννητός + (κατάλ.) ούρια, πληθ. ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”